αδιαπραγμάτευτος

αδιαπραγμάτευτος
-η, -ο
1. εκείνος για τον οποίο δεν έγιναν διαπραγματεύσεις, εκείνος που δεν παζαρεύτηκε: Πολλές μετοχές σήμερα στο χρηματιστήριο έμειναν αδιαπραγμάτευτες.
2. εκείνος που δεν εξετάστηκε, δεν αναπτύχθηκε λεπτομερώς: Η μελέτη του άφησε πολλά θέματα αδιαπραγμάτευτα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αδιαπραγμάτευτος — η, ο [διαπραγματεύομαι] αυτός για τον οποίο δεν έγιναν διαπραγματεύσεις …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”